Άρθρα

- ΟΑΣΙΣ ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

Η ΖΩΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Κάθε φορά που την θυμάμαι αυτή την ιστορία, μου έρχονται δάκρυα στα μάτια. Ποια μάνα δεν αγαπάει τα παιδιά της; Ποια δεν πονάει μαζί τους για όσα περνάνε ακόμη κι αν ξέρει ότι ευθύνονται τα ίδια και η ξεροκεφαλιά τους για τις συμφορές που τα βρίσκουν;
Δεν είναι εύκολο να μαλώνεις τα παιδιά σου, κι ιδιαίτερα αν τα έχεις καλομάθει μεγαλώνοντάς τα μόνη σου, τότε σου φαίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Όμως πολλά από τα πράγματα που εμείς οι μάνες θεωρούμε ότι είναι δείγματα αγάπης, στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν είναι, αλλά στο τέλος συνειδητοποιούμε ότι είναι καταστροφικά.
Ζούσαμε σε μικρή πόλη εγώ και οι δυο γιοι μου, αφού ο άντρας μου αποφάσισε ότι δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί μας, και ακολούθησε μία άλλη γυναίκα που στο τέλος την παντρεύτηκε και σπάνια ενδιαφέρθηκε για τα παιδιά του. Ο μεγάλος μου γιος ήταν ώριμος κι επέλεξε να σπουδάσει, να προοδεύσει και να κάνει την δική του οικογένεια. Ο μικρός ήταν ένα ευαίσθητο παιδί που αγωνιζόταν να κρύψει την ευαισθησία του πίσω από μία μάσκα κυνισμού και αμφισβήτησης για τα πάντα. Έφευγε από μικρός και δεν μου έδινε λογαριασμό για το που πηγαίνει και τι κάνει. Δεν ήθελε να δουλέψει και φρόντισε να απαλλαγεί από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Όσο περνούσαν τα χρόνια ο χαρακτήρας του γινόταν ολοένα και πιο απότομος και οι παρέες του δεν ήταν καλές. Δούλευε αραιά και που αν και ήταν πολύ καλός σε μηχανικές εργασίες γιατί του άρεσαν οι μοτοσυκλέτες αλλά ποτέ του δεν στρώθηκε σε δουλειά, ούτε πήρε τα θέματα της επιβίωσης στα σοβαρά. Σε αυτό ευθυνόμουν κι εγώ, όμως τότε δεν το καταλάβαινα.
Και τα δυο μου παιδιά με αγαπούσαν πολύ. Η μεταξύ τους σχέση δεν ήταν καθόλου καλή γιατί ο μεγάλος θύμωνε με την στάση μου απέναντι στον μικρό, με όσα μου έκανε, και για το κακό όνομα που είχε στην πόλη μας. Συχνά πυκνά οι καυγάδες τους κατέληγαν στο να πιαστούν στα χέρια, γιατί ο μικρός συνήθιζε να κλέβει πράγματα από το σπίτι για να τα πουλήσει ή τις μοτοσυκλέτες ξένων για να τις πουλήσει κι αυτές. Ξέραμε ότι παίρνει ναρκωτικά αλλά ο ίδιος δεν αποφάσιζε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Την Όασις την ήξερα από ομιλίες που είχαν κάνει στην πόλη μας. Τους είχα συμβουλευτεί πολλές φορές κι όταν ο μικρός στριμώχθηκε από κάτι δικαστήρια που είχε, ήρθε σε επαφή με τους συμβούλους και παρακολούθησε για λίγο το πρόγραμμα. Όμως δεν ήταν διατεθειμένος να ακούσει και μόλις ξεμπέρδεψε με τα νομικά του προβλήματα, διέκοψε και άρχισε ξανά τα παλιά. Όσο κι αν προσπαθούσα να του μιλήσω ήταν σα να μιλούσα στον τοίχο.
Η ζωή μου ήταν ένα μαρτύριο γιατί ποτέ μου δεν κατάφερα να βάλω όρια και να του κλείσω την πόρτα. Και κάποια στιγμή, έφερε στο σπίτι μία κοπέλα που έλεγε ότι ήταν από την Αθήνα κι ότι είχε πάρει μετάθεση στην πόλη μας για να εργαστεί σαν καθηγήτρια αγγλικών. Φαινόταν καλομαθημένη και φερόταν σαν πριγκίπισσα που παινευόταν για τα πτυχία της και τα μεταπτυχιακά της, αλλά που δεν ήταν σε θέση να πλύνει τα πιάτα της μετά το φαγητό και να μαζέψει τα ρούχα της από τις πολυθρόνες που έμεναν για μέρες εκεί αν δεν πήγαινα να τα μαζέψω εγώ. Το σπίτι μου βρισκόταν υπό κατάληψη αφού έμεναν κλεισμένοι συνέχεια μέσα και κοιμόντουσαν μέχρι αργά το πρωί εκτός από τις ώρες που έβγαιναν για να συναντήσουν τις παρέες τους. Τα βράδια αυτή εξαφανιζόταν, τι έκανε ποιος ξέρει. Ήμουν αναγκασμένη να τρέχω ξοπίσω τους για να καθαρίσω, να μαγειρέψω και να συμμαζέψω. «Κάνε υπομονή μάνα» μου έλεγε ο μικρός. «Τι υπομονή να κάνω βρε παιδάκι μου… Δεν είναι κατάσταση αυτή… Δεν υποφέρεται αυτό το πράγμα και το σπίτι μας είναι μικρό… Εγώ δεν μπορώ να σας ταΐζω και τους δύο. Να βρεις δουλειά και να κάνετε την ζωή σας στο δικό σας σπίτι». Ήξερα ότι δεν ήταν σε θέση να βρει δουλειά. Κι αυτός κι εκείνη βάδιζαν στον δρόμο της καταστροφής τους, εγώ αυτό έβλεπα κι αυτό καταλάβαινα. Κι όποτε προσπαθούσα να του μιλήσω, μου απαντούσε «Μάνα, είμαι πολύ ερωτευμένος… αυτή την γυναίκα θα την παντρευτώ…. Θα κόψουμε τα ναρκωτικά και θα παντρευτούμε και θα σε κάνω πολύ ευτυχισμένη να το δεις, μόνο κάνε λίγη υπομονή».
«Είναι απαράδεκτα αυτά που κάνεις» μου έλεγε ο μεγάλος μου γιος. «Έχουμε γίνει που έχουμε γίνει ρεζίλι σε όλους, τώρα κουβάλησε κι αυτήν στο σπίτι να σου το παίζει κυρία. Σε ένα μαγαζί, νύχτα δουλεύει ρε μάνα… ποια καθηγήτρια.. Σε δουλεύουν ψιλό γαζί και οι δυο τους».
Μέσα μου ήξερα ότι κάτι δεν πάει καλά, κι έβλεπα ότι είχε μεγάλη επιρροή στον Γιάννη μου. Δεν της πήγαινε κόντρα σε τίποτα, αλλά κι αυτή φαινόταν παρατημένη από την οικογένειά της, κανείς δεν της είχε τηλεφωνήσει και όποτε την ρώτησα για τους γονείς της απέφευγε να μου απαντήσει και μου έλεγε άλλα αντί άλλων. Μάταια προσπαθούσα να τους μιλήσω, να τους πω ότι δεν χτίζονται έτσι τα σπίτια και οι οικογένειες, ότι πρέπει να κάνουν κάτι για να βγουν από αυτή την κατάσταση. Της είπα για την Όασις, αλλά τα λόγια μου πήγαν χαμένα. Κατά βάθος την λυπόμουν όσο κι αν ήξερα ότι δεν έπρεπε.
Στο τέλος ήμουν εγώ εκείνη που έφευγε από το σπίτι για να μην βλέπει τα χάλια τους. Μέχρι που μία μέρα που γύρισα και είδα τον γιο μου να προσπαθεί να την συνεφέρει γιατί είχε πάρει μεγάλη δόση και ήταν έτοιμη να αποχαιρετήσει αυτό τον κόσμο, δεν άντεξα. «Να φύγετε από εδώ. Εγώ δεν μπορώ άλλο να το ζω αυτό το πράγμα. Να φύγετε και να πάτε όπου θέλετε. Μην με αναγκάζετε να είμαι εγώ που θα φύγω από το σπίτι μου». Με τα πολλά, η κοπέλα το πήρε απόφαση και πήγε και νοίκιασε δωμάτιο σε ξενοδοχείο, μέχρι να βρούνε είπε σπίτι να νοικιάσουν για να μείνουν μαζί. Ο Γιάννης, μία ερχόταν να κοιμηθεί στο σπίτι κι εξαφανιζόταν ξανά χωρίς να μου πει κουβέντα, και μία έμενε εκεί μαζί της κι έκανα μέρες να τον δω.
Ο γιος μου, μου κράτησε κακία στην αρχή και μου είπε ότι αυτό δεν θα μου το συγχωρούσε ποτέ, κι ότι αν χώριζαν, θα ήμουν εγώ η αιτία. «Κάνε ό,τι θέλεις» του είπα «κι ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Εγώ δεν θα γίνω η αιτία να καταστραφείς. Αφού δεν ακούτε κανέναν και κάνετε του κεφαλιού σας, κάντε του κεφαλιού σας». Για δυο βδομάδες, δεν μου μίλησε κι ύστερα το ξέχασε. Ερχόταν να με δει μόνος του και φαινόταν ολότελα δυστυχισμένος. Λυπόμουν πολύ, μέσα μου η καρδιά μου γινόταν κομμάτια αλλά την έκανα πέτρα και δεν μίλαγα. Και μία μέρα έγινε αυτό που ήξερα ότι θα συμβεί, που το είχα δει μέσα στο μυαλό μου να συμβαίνει κι έλεγα μέσα μου «Θεέ μου ας μην τύχει στο παιδί μου, ας μην τύχει σε κανένα παιδί του κόσμου και σε καμία μάνα του κόσμου».
Κι έτσι σαν μέσα σε όνειρο ένα πρωϊνό που καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση της κουζίνας, άκουσα το κλειδί να γυρνάει στην πόρτα κι είδα τον Γιάννη να ορμάει στην κουζίνα και να πέφτει στα γόνατά μου. «Πάει μάνα… καταστράφηκα…. Τι θα κάνω τώρα; πες μου τι θα κάνω;……»
Δεν ήξερα τι έγινε, δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Μέσα σε λυγμούς και ακατάληπτες λέξεις προσπαθούσα να ακούσω τι μου έλεγε. Τον αγκάλιασα κι ένιωθα το στήθος του να τραντάζεται, την φωνή του να πνίγεται και να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Τον κράτησα έτσι για λίγο μέχρι να καταλαγιάσει ο πόνος μέσα του και να μπορέσει να μιλήσει. «Είχες δίκιο μάνα μου… Έπρεπε να σε είχαμε ακούσει. Την έχασα μάνα μου…. Την άφησα να φύγει και τώρα χάθηκα κι εγώ… Ήθελα… Δεν με άκουγε».
Το κορίτσι το βρήκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τελειωμένο από υπερβολική δόση. Ο γιός μου που ολοκλήρωσε το πρόγραμμα της Όασις, ακόμα το θυμάται και δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτό γιατί δεν αντέχει να σκέφτεται πόσους φίλους έχει χάσει από τα ναρκωτικά. Σήμερα είναι καθαρός εννέα χρόνια και δεν θέλει ούτε να ακούει για τα παιδιά που φεύγουν άδικα από την δική τους ανοησία και την άρνησή τους να επιστρέψουν στην ζωή. Η ζωή, δεν περιμένει κανέναν. Δεν θέλει κανέναν να ζει με το ζόρι κι αναγκαστικά χωρίς να το θέλει. «Η ζωή μάνα έχει τους όρους της, κι όποιος θέλει. Στους αναποφάσιστους δεν κάνει χατίρια ούτε παζαρεύει. Αν δεν το πάρουν σύντομα απόφαση, η ζωή δεν περιμένει. Για την Σοφία, η ζωή άργησε μία μέρα και θα μπορούσε να είχε συμβεί και σε μένα. Αυτό να λες στους γονείς που έχουν παιδιά που δεν θέλουν να σωθούν» μου λέει.
Είναι πικρή η θύμησή της. Ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, όμορφο, ψηλό μέχρι εκεί πάνω. Την θυμάμαι και πονάει η καρδιά μου. Αυτό που δεν κατάφερα εγώ να κάνω, το αποφάσισε η ζωή. Που δεν χαρίζεται. Να το θυμόμαστε. Δεν χαρίζεται σε κανέναν.

Χριστίνα