ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΘΑ ΤΗΝ ΣΕΒΕΣΑΙ. ΑΚΟΥΣ;
Είχα μεγάλη αδυναμία στον αδελφό μου. Ήταν ο σύντροφός μου στα παιχνίδια μου αν και πολύ μικρότερος από μένα –τον περνάω 5 χρόνια- κι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η έννοια μου ήταν ο αδελφός μου να είναι καλά.
Όταν έκανε αταξίες τον κάλυπτα και προσπαθούσα να τον πείσω να μην τις ξανακάνει. Τον βοηθούσα στα μαθήματα, του έμαθα να κάνει ποδήλατο, του έμαθα να κολυμπάει, και τον είχα πάντα μαζί μου με τους φίλους μου. Οι γονείς μου ήταν τρισευτυχισμένοι με την φροντίδα που του έδειχνα από τότε που γεννήθηκε. Όσο η μαμά μου ήταν έγκυος, δεν είχε την καλύτερη εγκυμοσύνη και πολλές φορές φοβόταν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά κι ότι θα χάσει το μωρό. Ο Χρήστος, γεννήθηκε πρόωρα και έπρεπε να μείνει σε θερμοκοιτίδα για ένα διάστημα.
Στεκόμουν με τις ώρες έξω από την τζαμαρία του Τμήματος Νοσηλείας Βρεφών του Νοσοκομείου και κοιτούσα την θερμοκοιτίδα. «Δεν θα πας να φας εσύ σήμερα; πάλι εδώ θα την βγάλεις;» μου έλεγαν οι νοσοκόμες εφημερίας. Ήταν καλοκαίρι όταν γεννήθηκε, δεν είχα σχολείο και δεν μ’ ένοιαζε. Ήθελα να είμαι εκεί κοντά του, να ξέρει ότι είμαι εκεί και να μην πάθει τίποτα. Για μένα η οικογένειά μου ήταν τα πάντα. Όσους φίλους κι αν είχα, όσες δραστηριότητες κι αν έκανα, πάντα ανυπομονούσα να γυρίσω στο σπίτι για να φάω με τους γονείς μου μεσημέρι και βράδυ.
Μεγαλώναμε. Ο Χρήστος δεν ήταν όπως εγώ. Ήταν ανέκαθεν συγκρατημένος και μυστικοπαθής και πολύ εσωστρεφής. Ήταν ίδιος μέχρι να βγάλει το Δημοτικό, ίδιος και στο Γυμνάσιο. Κι ενώ εγώ τα μοιραζόμουν όλα μαζί του και του έλεγα τα πάντα, εκείνος σπάνια μου έλεγε τι σκεφτόταν και πολλά τα κρατούσε κρυφά. Όταν εγώ πέρασα στην Σχολή κι έφυγα σε άλλη πόλη, φρόντιζα να κρατάω επαφή με την οικογένεια και με κάθε ευκαιρία ανέβαινα να τους δω. Μάθαινα ότι η σχέση του με τον πατέρα είχε αλλάξει κι ότι υπήρχαν πολλές εντάσεις, ενώ δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τα μαθήματα. Την πρώτη φορά που πήρα άδεια και πήγα στο πατρικό μου, η εμφάνισή του ήταν αλλαγμένη και κάτι δεν μου άρεσε αλλά δεν έδωσα σημασία. Τον πήρε μία κοπέλα και λίγο πριν να φύγει του έκανα ένα αστείο προσπαθώντας να μάθω ποια ήταν και μου απάντησε πολύ απότομα «να μην χώνω την μύτη μου παντού». Μου κακοφάνηκε. Η μάνα μου είπε να μην δίνω σημασία γιατί έτσι κάνει με όλους. «Τελευταία δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν ούτε για το που πάει, ούτε με ποιους, ούτε τι κάνει. Για δουλειά μην το συζητάμε, ούτε καν ψάχνει. Από μας τα θέλει όλα έτοιμα. Μην του πεις τίποτα σε παρακαλώ, θα γίνει φασαρία». Μου εξομολογήθηκε ότι δεν τους φερόταν καλά κι ότι είχε παράλογες οικονομικές απαιτήσεις ενώ δεν έδινε λογαριασμό για το τι κάνει τα χρήματα. Φούντωσα μέσα μου. Τις μέρες που έμεινα, εκείνος φρόντισε να κοιμηθεί αλλού. Κι όταν τον πήρα τηλέφωνο, «ο αριθμός του δεν ήταν διαθέσιμος». Έφυγα χωρίς να τον δω και χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη. Κατάλαβα ότι οι γονείς μου δεν ήταν διατεθειμένοι να με εμπλέξουν στα ζητήματα που αντιμετώπιζαν με τον μικρό κι ότι απέφευγαν να μου μιλήσουν γι’ αυτό. Όταν τελείωσα τη Σχολή και γύρισα πίσω βρήκα την ίδια κατάσταση. «Είναι μπλεγμένος, το ξέρουμε αλλά δεν ακούει» μου είπε ο πατέρας μου. Κάθε φορά που προσπαθούσα να του μιλήσω η αντίδρασή του ήταν η ίδια. Με απέφευγε και σηκωνόταν να φύγει. Ήταν σαν να μιλούσα με έναν ξένο. Άφησα πάνω στο τραπέζι δύο φυλλάδια της Όασις, και είπα στη μάνα μου να το τα δώσει. «Δεν πρόκειται, του το προτείναμε. Αντιδράει» μου απάντησε.
Όταν του έδωσαν λεφτά για να αγοράσει μηχανή μου κακοφάνηκε γιατί μου φάνηκε παράλογο αφού δεν δούλευε, κι ο μικρός ψυχράθηκε εντελώς μαζί μου και μου έκοψε και το «γεια». Μέχρι που κάποια στιγμή η μητέρα μου με παρακάλεσε να του μιλήσω. Ο χαρακτήρας του είχε αλλάξει σε σημείο να απειλεί για να του δίνουν χρήματα. Οι φίλοι του ήταν αλήτες κι όταν αρνήθηκαν να ανοίξουν την πόρτα της εισόδου για μπει κάποιος που χτυπούσε επίμονα το θυροτηλέφωνο, εκείνος ανέβηκε αφού του άνοιξε κάποιος γείτονας και κλωτσούσε την πόρτα του σπιτιού. «Βρήκα αυτό στο δωμάτιό του» μου είπε η μητέρα μου δείχνοντάς μου ένα σακουλάκι που είχε μέσα δύο χρησιμοποιημένες σύριγγες και μία μικροποσότητα. «Ξέρω» της είπα. «Τον παρακολουθώ εδώ και καιρό».
Προσπάθησα να τον συναντήσω εκεί που ήξερα ότι συχνάζει για να του μιλήσω. «Παράτα με και μην χώνεσαι στη ζωή μου» ήταν η απάντηση.
Δεν το ξαναπροσπάθησα μέχρι που ένα βράδυ μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου. Είχε προηγηθεί ένας καυγάς γιατί βρήκε τους κωδικούς των καρτών της τράπεζας και αφαίρεσε ένα μεγάλο ποσό. Πάνω στον καυγά, χτύπησε την μητέρα κι έφυγε. Έγινα έξαλλος, κι έψαξα να τον βρω μου είχε γυρίσει το μυαλό. Όταν τον βρήκα, κρατήθηκα με το ζόρι να μην τον χτυπήσω. Μόνο του είπα ότι ξέρω τα πάντα, κι ότι αν δεν κάνει κάτι για να βγει από όλο αυτό, δεν θα διστάσω να τον κλείσω μέσα. «Από μπάτσο δεν περιμένω κάτι άλλο μου είπε» και του απάντησα «Την μάνα, θα την σέβεσαι. Ακούς; θα την σέβεσαι! Δες τι θα κάνεις και πότε θα πας στο πρόγραμμα και άμεσα».
Πήγε με το ζόρι αλλά έμεινε. Σήμερα είναι καθαρός κι εμείς πήραμε το μάθημά μας. Ελπίζω να παραμείνει καθαρός για τον εαυτό του. Με ευχαρίστησε πολλές φορές για ό, τι έκανα, αλλά εγώ είμαι επιφυλακτικός και θέλω να βλέπω πράξεις για να πειστώ. Αυτό που έπρεπε να κάνω το έκανα. Η σκληρή αγάπη για την οποία συνηθίζουν να μιλάνε οι σύμβουλοι απεξάρτησης είναι αυτό που λείπει από πολλούς από μας και χωρίς να το θέλουμε γινόμαστε συνένοχοι στην αρρώστια των ανθρώπων που αγαπάμε. Είχες δίκιο σε όλα Δαμιανέ και σ’ ευχαριστώ.
Πέτρος