Βάσω

Απλά ήθελα να μην πεθάνω

“Απλά ήθελα να μην πεθάνω…”

Είμαι η Βάσω και είμαι 14 χρόνια καθαρή από ναρκωτικά.

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1960, το δεύτερο παιδί μιας πενταμελούς, γνωστής, μεγαλοαστικής οικογένειας. Αυτό που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία είναι μεγάλα, ψυχρά σπίτια και αυτοκίνητα, γεμάτα ψυγεία και άδειες ψυχές, ανθρώπους γεμάτους βία και προσδοκίες από εμένα. Θυμάμαι επίσης εμένα φοβισμένη και με μιαν αίσθηση ότι είμαι αόρατη. Οι γονείς μου δεν γνώριζαν πώς να είναι τρυφεροί, ούτε πώς να εκφράζουν την φροντίδα και το ενδιαφέρον τους για εμένα. Δεν γνώρισα το γονεϊκό χάδι, στον πατέρα μου μιλούσα στον πληθυντικό και πάντοτε υπήρχε ένας άγραφος απειλητικός νόμος που όριζε πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται, να αισθάνονται και να εκφράζονται τα καλά παιδιά και ειδικότερα τα καλά κορίτσια της εποχής, διαφορετικά υπήρχαν ποινές που πάντοτε περιλάμβαναν ξύλο και βρισιές. Αυτά ακριβώς δηλαδή που απαγορευόταν αυστηρά να κάνω εγώ, όπως απαγορευόταν το παιχνίδι που κάνει φασαρία, ο καυγάς με τ’ αδέλφια μου, να αντιμιλώ στους μεγαλύτερους, να μη σηκώνομαι όταν κάποιος μπαίνει στο χώρο, να έχω χαμηλούς βαθμούς, να ντύνομαι ανάρμοστα, να εκφράζω επιθυμίες κ.ο.κ.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά μιαν αίσθηση μόνιμης δυστυχίας μέσα μου, έντονες ενοχές και μια πεποίθηση ότι δεν είμαι αρκετά «καλή» ώστε να είμαι αξιαγάπητη. Ότι χρειάζεται να κάνω κάτι ακόμη κι ίσως τότε θα κατάφερνα να τραβήξω την προσοχή .

Καθώς μεγάλωνα, αυτή η δυστυχία μετατράπηκε σε οδύνη κι άρχισα ν’ αναζητώ την ανακούφιση. Αρχικά δραπέτευα από την πραγματικότητά μου διαβάζοντας παραμύθια. Έμαθα πολύ μικρή ανάγνωση και περνούσα ώρες πίσω από ένα βιβλίο. Το προτιμούσα από το να παίζω με άλλα παιδιά (υπήρχαν αλάνες τότε) γιατί κάθε προσπάθειά μου να συμμετέχω σε ομαδικό παιχνίδι κατέληγε σε καυγάδες και ξύλο.

Κατόπιν προσπάθησα να καλύψω το εσωτερικό μου κενό με τα μαθήματα κι έγινα άριστη μαθήτρια, καθώς αυτό με ανέβαζε στη σκάλα της αποδοχής του πατέρα μου.

Κι έπειτα σκέφτηκα ότι αφού αυτό δεν φτάνει για να γίνω «καλά», ίσως αν αδυνατήσω (ήμουν υπέρβαρη έφηβη), αν κάνω σεξ , αν κάνω μιαν απόπειρα αυτοκτονίας, αν συμμετέχω στο δεκαπενταμελές, αν περάσω στο πανεπιστήμιο στην επιστήμη επιλογής του πατέρα μου (νομική), αν συμμετέχω στο φοιτητικό κίνημα, ίσως στο φεμινιστικό, δεύτερη απόπειρα, τρίτη, αν γίνω εξαιρετική δικηγόρος, αν παντρευτώ έναν όμορφο άντρα, αν κάνω έναν όμορφο γιό, αν χωρίσω, αν… αν … αν…

Όλα αυτά έγιναν, έφτασα 34 χρονών, είχα δοκιμάσει το αλκοόλ, δοκίμασα χασίς, αλλά δεν βρήκα λύση, καθώς είμαι μάλλον αλλεργική σ’ αυτά και πάθαινα μεγάλη οργανική ζημιά με εμετούς και ιλίγγους, οπότε ούτε ανακουφιζόμουν, ούτε τα απολάμβανα κι έτσι τα παράτησα.

Όλα αυτά τα χρόνια, που ήταν εξαιρετικά δημιουργικά, μέσα μου ήμουν κομμάτια, μισούσα αυτό που ήμουν, η χαρά της όποιας επιτυχίας μου διαρκούσε ελάχιστα, ένιωθα κουρασμένη, αποτυχημένη, μόνη και πολύ ταλαιπωρημένη. Πάντοτε προτιμούσα για παρέα μου μπαρόβιους τύπους, άτομα με μια διάθεση αμφισβήτησης του κατεστημένου, συγκρινόμουν μαζί τους και ζήλευα αυτή την αίσθηση ελευθερίας που απέπνεαν και ένιωθα εξαιρετικά αδιάφορη σε σχέση μ’ αυτούς, βαρετή και συμβιβασμένη, καταναγκαστική και αγχωμένη.

Στα 34 μου χρόνια γνώρισα το «αγαπημένο» μου ναρκωτικό. Την κοκαΐνη. Από την πρώτη φορά που δοκίμασα ένιωσα ανακούφιση, χαρά, ήμουν πλήρης. Παραδόθηκα άνευ όρων, έκλεισα το δικηγορικό μου γραφείο, άνοιξα μπαρ, έγινα κι εγώ κομμάτι της αμφισβήτησης. Κι εξαρτήθηκα. Καθώς έπινα ανεξέλεγκτα, δίχως οικονομικό πρόβλημα, μέσα σε μια πενταετία, κατέστρεψα ό,τι είχα δημιουργήσει, ήμουν φορτωμένη ενοχές απέναντι στον εαυτό μου, στο γιό μου, έγινα ελεεινή μητέρα, κόρη, σύντροφος, ήμουν μια κινούμενη ωρολογιακή βόμβα, με συχνές εκρήξεις όπου ασκούσα βία σε ανθρώπους και πράγματα, έγινα επικίνδυνη και για μένα, όχι μόνο με τη χρήση, αλλά και με τροχαία, με γυναικολογικά και καρδιολογικά προβλήματα. Το τελευταίο εξάμηνο της χρήσης μου ζούσα μέσα στο σπίτι, δεν έβγαινα ποτέ, δεν κοιμόμουν, δεν έτρωγα, ήμουν η σκιά του εαυτού μου, ήμουν ασυνεπής στις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, ήμουν ασυνεπής στον εαυτό μου σε τέτοιο βαθμό που, αφού προσπάθησα να κόψω μόνη μου ανεπιτυχώς δύο φορές, κατάλαβα ότι ήμουν αιχμάλωτη κι αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω, στ’ αλήθεια αυτή τη φορά. Είχα ξεμείνει από ανθρώπους και λεφτά. Και για όποιον αγαπούσα ήμουν επικίνδυνη κι αυτό έκανε τα πράγματα απελπιστικά. Ζούσα ανάμεσα στην αγωνία να «γίνω» και στις ενοχές γιατί «έγινα πάλι». Η οικογένειά μου (η μαμά και τ’ αδέλφια μου) δεν γνώριζαν τίποτα για την κατάστασή μου, εκτός από το ότι είχα αδυνατίσει πάρα πολύ. Τα υπόλοιπα φρόντιζα να τα κρατώ για εμένα και να έχω μιαν απόσταση ασφαλείας από αυτούς.

Στις 11/01/99 είμαι στο δωμάτιό μου και καταστρώνω με το «γεμάτο» μυαλό μου το σχέδιο της αυτοκτονίας μου. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι εκείνη τη στιγμή έτυχε να περάσει ο γιός μου από μπροστά. Ήταν σα να μου τράβηξε μια κουρτίνα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένας τουλάχιστον λόγος για να ζήσω.

Μίλησα πρώτα στην οικογένειά μου και ζήτησα να με στηρίξουν. Έπειτα απευθύνθηκα σ’ έναν άνθρωπο που ήξερα ότι παλιότερα έπαιρνε ναρκωτικά και ήταν ήδη κάποια χρόνια καθαρός. Εκείνος μου μίλησε για προγράμματα 12 βημάτων. Χρειάσθηκε να πάω στο εξωτερικό, επειδή τότε δεν υπήρχαν τέτοια προγράμματα στην Ελλάδα.

Έτσι ξεκίνησε η καινούρια μου ζωή. Εγώ το μόνο που ζήτησα τότε ήταν να ελέγξω τη χρήση μου για να ανταποκρίνομαι στα μητρικά μου καθήκοντα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τίποτα καλύτερο από αυτό. Απλά ήθελα να μην πεθάνω.

Ξαναγεννήθηκα. Κέρδισα πρώτα τον εαυτό μου. Στάθηκα στα πόδια μου, απέκτησα αυτοπεποίθηση, μα πάνω απ’ όλα απέκτησα γαλήνη και ηρεμία. Εκείνη η αίσθηση του κενού και της οδύνης που κουβαλούσα μέσα μου σ’ όλη μου τη ζωή εξαφανίσθηκε. Σταμάτησα να κυνηγώ τη σκιά μου και να υπηρετώ τις προσδοκίες των άλλων και τους πόνους της παιδικής μου ηλικίας. Απαλλάχθηκα από κάθε είδους φάντασμα που με κατέτρεχε. Κι έπειτα κέρδισα τη σχέση με το παιδί μου.

Ταξίδεψα σ’ όλο τον κόσμο, ερωτεύθηκα, έκανα καινούριες φιλίες, έκανα όλα αυτά που ήθελα και φοβήθηκα στην εφηβεία μου (θέατρο, γυμναστική, μεγάλες διακοπές).

Έκλεισα το μπαρ, δοκιμάστηκα στο εμπόριο ανεπιτυχώς, έγινα εθελόντρια σε ομάδες ναρκομανών. Σπούδασα ξανά, αυτό που επέλεξα εγώ αυτή τη φορά: Συμβουλευτική Ψυχολογία.

Εδώ και 2 χρόνια είμαι σύμβουλος απεξάρτησης και απολαμβάνω τη ζωή μου και τη σχέση μου με αυτούς που αγαπώ.