Γιάννης

Αισθανόμουν ότι δεν ανήκω πουθενά…

“Αισθανόμουν ότι δεν ανήκω πουθενά”

Με λένε Γιάννη, είμαι 30 χρονών, κατάγομαι από τον Έβρο και έχω δύο αδέλφια. Μεγαλώσαμε ουσιαστικά χωρίς τον πατέρα μας αφού έλειπε συνέχεια σε ταξίδια λόγω δουλειάς. Η μάνα μου προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να επιβληθεί, αλλά δεν τα κατάφερνε.

Από μικρός ήμουν αντιδραστικός και ήθελα να τραβάω την προσοχή των άλλων με οποιοδήποτε τρόπο. Διάλεξα τις φασαρίες και το ξύλο. Έκανα φασαρίες από πιτσιρίκι, έκλεβα, κι όποιος μιλούσε άσχημα για μένα εισέπραττε βία. Αισθανόμουν δυνατός και ανώτερος. Μέσα μου όμως έκρυβα συναισθήματα κατωτερότητας και ανασφάλειας, αισθανόμουν διαφορετικός.

Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησα και με τι. Ήταν χάπια, αλκοόλ και χασίς. Μου άρεσε να γεμίζω το κεφάλι με οτιδήποτε.

Στο γυμνάσιο, που με δυσκολία έβγαλα, άρχισα να πηγαίνω στο γήπεδο φτιαγμένος για να κάνω φασαρίες. Να χτυπάω. Ήμουν χούλιγκαν. Κάπου ανήκα.

Πάντα έβρισκα ανθρώπους στα στέκια για να αλητέψουμε ή να πάμε στο γήπεδο ή να φτιαχτούμε, αλλά τελικά δεν είχα ποτέ φίλους, ούτε σχέσεις με γυναίκες. Μόνο μία στην εφηβεία. Στο λύκειο δεν πήγα.

Παράλληλα εθίστηκα στον τζόγο. Έκλεβα τον πατέρα μου για να παίζω φρουτάκια και άλλα παιχνίδια και στα 18 είχα το πρώτο δικαστήριο, γιατί χτύπησα κάποιον πολύ σοβαρά. Την δύναμη μου την έκανα βία, ακόμη και σε ανθρώπους που αγαπούσα. Με φοβόντουσαν και οι δικοί μου άνθρωποι και οι ξένοι. Η χρήση συνεχιζότανε και χειροτέρευε. Πάθαινα μπλακ άουτ από παράλληλη χρήση χαπιών και αλκοόλ και ξυπνούσα σε νοσοκομεία ή σε πάρκα. Πολλές φορές κινδύνεψα να πεθάνω.

Στον στρατό γνώρισα την ηρωίνη. Εθίστηκα και σ’ αυτή και όσο είχα λεφτά, από μια δουλειά που είχα κάνει, έπαιρνα.

Όταν τελείωσαν τα λεφτά μου κοπήκαν τα πόδια. Έβγαλα τις χαρμάνες και ξαναγύρισα ξύδια και χάπια. Προσπάθησα να δουλέψω αλλά με διώξανε γιατί με έπιασαν να κάνω ενδοφλέβια χρήση. Περιστασιακά δούλευα με τον πατέρα μου, αλλά γινόντουσαν διάφορες φάσεις. Έπεφτα σε λήθαργο, καβγαδίζαμε για τα χρήματα και τη συμπεριφορά μου, έπαιζα ξύλο με άλλους.

Η επόμενη φάση ήταν να πάω σε κλινική. Εκεί έπινα πρέζα, χάπια, σιρόπια, χασίς, κι ένα βράδυ, μετά από δύο μήνες, έφυγα. Προσπάθησα να κόψω πηγαίνοντας και στο εξωτερικό, που δούλευε ο αδελφός μου, αλλά ξαναέπεσα στο αλκοόλ και στα χάπια και με έδιωξε.

Ήμουν κλεισμένος στο σπίτι και για να βοηθηθώ πήγαινα σε ψυχίατρους. Έμαθα τα ψυχοφάρμακα. Εθίστηκα και σ’αυτά.

Έπινα με το που ξυπνούσα, έκανα φασαρίες και μετά από ένα σοβαρό περιστατικό, με έκλεισαν οι γονείς μου με εισαγγελική απόφαση στο ψυχιατρείο. Όταν βγήκα ήμουν σε χειρότερη κατάσταση. Άρχισα να ζητιανεύω στους δρόμους και να κάνω ανεξέλεγκτη χρήση. Έπεσα σε κώμα, όπου πραγματικά κινδύνεψα να πεθάνω. Τότε κάποιοι μίλησαν στους γονείς μου για τη «Όασις».

Με φέραν στο πρόγραμμα αλλά τα παράτησα μετά από 20 μέρες κι έφυγα. Οι δικοί μου δε με δέχτηκαν στο σπίτι. Δεν είχα να φάω, συνέχιζα τα κλεψίματα και τις φασαρίες, κοιμόμουν στο δρόμο.

Όταν είδα ότι δεν υπάρχει ελπίδα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Κρεμάστηκα με μια θηλιά από σεντόνι. Όταν ήμουν στον αέρα το μετάνιωσα και ευτυχώς μπόρεσα να λυθώ. Μετά από αυτό αποφάσισα να γυρίσω στην «Όασις» και να κάνω μια τελευταία προσπάθεια για να σωθώ.

Ήταν σα να μπήκα στα 13 μου χρόνια σε ένα λαγούμι, και βγήκα στα 30 μου ζωντανός. Σήμερα είμαι ενάμιση χρόνο καθαρός.