ΜΠΟΡΕΙΣ!
Στην γειτονιά δεν είχα καθόλου καλή φήμη κι ας μην ήμουνα κακό παιδί. Ήξερα ότι υπήρχαν φορές που οι γείτονες περίμεναν να μπω πρώτος στην πολυκατοικία και να μπω στο ασανσέρ για να μην συναντηθούν μαζί μου. Οι φασαρίες που γίνονταν στο σπίτι αντηχούσαν στον ακάλυπτο που έβλεπε το μπαλκόνι μας. Εγώ και η Μαρία κάναμε συχνά φασαρίες κι έπεφτε ξύλο αλλά οι γείτονες φοβόντουσαν να φωνάξουν την αστυνομία. Το μωρό το είχαμε στείλει στην μάνα μου στο χωριό για να μην βλέπει τα σκηνικά που γινόντουσαν στο σπίτι.
Γνώρισα τη Μαρία στην χρήση, και δεν ήταν έρωτας αυτό που μας ένωσε αλλά το χάλι μας. Εγώ όπως ήμουνα δεν μπορούσα να ερωτευτώ γυναίκα, ποια θα κολλούσε μαζί μου αν δεν ήταν όπως εγώ. Μετά ήρθε το μωρό και η μάνα μου που δεν ήθελε να ακούει για εκτρώσεις, ήθελε να το κρατήσουμε. «Κρίμα μεγάλο να μην το κάνει αυτό το κορίτσι, κρίμα για την ψυχούλα».
Μαλώναμε σαν τις γάτες του ακάλυπτου που ξεσκίζουν η μία την άλλη για ένα ψαροκόκκαλο κάθε φορά που η πρέζα δεν ήταν αρκετή και για τους δυο μας. Ακόμα και στην πιάτσα δεν είχα καλό όνομα αφού ήμουν ικανός να τους πασάρω σοβάδες από τοίχο αντί για πρέζα για να τους φάω τα λεφτά. «Με τον Μιχάλη δεν τα βάζει κανένας» έλεγαν «οπότε ό,τι έγινε έγινε» και το θέμα τελείωνε.
Η Μαρία παραπονιόταν ότι δεν της αρέσει άλλο αυτή η ζωή κι ότι πρέπει να κάνουμε κάτι να βγούμε από αυτό το πράγμα. «Αυτό που μου δίνεις δεν με φτιάχνει πια, αυτό το πράγμα δεν είναι ζωή και θέλω πίσω το παιδί μου». «Να πας να μπεις στον ΟΚΑΝΑ και να κόψεις την κλάψα» της έλεγα. «Ας μην έφευγες από εκεί». Δεν ήθελε να πάει γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει τις διαρκείς παραβιάσεις των κανόνων αφού εγώ έπινα συνέχεια. Κι έτσι την τραβούσα κι εγώ πίσω και στο τέλος μας διώξανε. «Δεν θέλω να πάω εκεί ξανά» έλεγε. «Δεν έχει νόημα, εγώ θέλω να βγω και θέλω να σταματήσεις να πίνεις για να το καταφέρω». Την διαολόστελνα κάθε φορά που μου το έλεγε αυτό. Άκου να βγω εγώ για να καταφέρει να βγει αυτή! «Ωραία, θα πάρω το μωρό, θα πάω στην μάνα μου και θα βγω μόνη μου!» έλεγε κι εγώ το έπαιρνα σαν απειλή.
«Αυτό να το ξεχάσεις» της έλεγα. «Το μωρό δεν είναι μόνο δικό σου».
Οι μπούκες ήταν κάτι το συνηθισμένο για μένα. Έκανα ό,τι μπορούσα κάθε φορά αρκεί να βρω λεφτά για να έχουμε να πιούμε. Αλλά την τελευταία φορά που το έκανα μαζί με έναν κολλητό πρεζάκια, χτύπησε ο συναγερμός και ο φύλακας που δεν είχε προλάβει να φύγει, ειδοποίησε και μας έκαναν τσακωτούς. Στο δικαστήριο την άκουσα για καλά μαζί με κάτι παλιότερες υποθέσεις που είχα. Και μπήκα φυλακή. Μέσα ήταν δύσκολα τα πράγματα και ήθελα δεν ήθελα έκοψα την πρέζα. Την έβγαλα διαβάζοντας τα βιβλία που έβαζα τη μάνα μου να μου φέρνει. Τα νέα της Μαρίας τα μάθαινα από τη μάνα μου αφού εμένα μου έκλεινε το τηλέφωνο.
Η Μαρία πήρε το μωρό και επέστρεψε στην μάνα της. Την απόφασή της την έκανε πράξη και πήγε στην Όασις όπως την συμβούλεψε η μάνα της που ξεκίνησε να παρακολουθεί κάτι ομάδες γονέων εκεί. Κι όταν βγήκα η Μαρία ήταν ήδη καθαρή 4 χρόνια και δεν ήθελε ούτε να ακούσει για μένα. Κι η μάνα μου δεν ήταν διατεθειμένη να με ανεχτεί. «Αν ήρθες εδώ για να μου κάνεις την ζωή κόλαση, να φύγεις» μου είπε. «Αρκετά ανέχθηκα από σένα και τα καμώματά σου. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, το χωριό δεν θέλω να με συζητάει».
Δεν ήξερα ούτε που να πάω, ούτε τι να κάνω. Όσο ήμουν μαζί με την Μαρία τουλάχιστον είχαμε ένα σπίτι για να μένουμε και κάτι για να τρώμε αφού το σπίτι ήταν της μάνας της και εκείνη φρόντιζε για όλα. Τώρα; «Η Μαρία γλίτωσε, εσύ κοίτα να δεις τι θα κάνεις κακομοίρη» έλεγε η μάνα μου. Συνεργείο στο χωριό δεν υπήρχε περίπτωση να με πάρει για δουλειά γιατί με ήξεραν. Μέσα μου ήμουν κομμάτια και είχα μία τεράστια ομίχλη που κάλυπτε κάθε δυνατότητα να κάνω σχέδια για το μέλλον. Δεν ήθελα να πιω, δεν ήθελα να συναντήσω κανέναν από τους παλιούς γνωστούς. Μπήκα να κάνω ένα μπάνιο κι έμεινα για ώρες να κοιτάζω το σημάδι στο πρόσωπό μου που μου είχε μείνει ανάμνηση από έναν καυγά, και τα καμένα από τις ενέσεις χέρια μου. Όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι σκεφτόμουν ότι εμείς οι δύο, εγώ και η Μαρία δεν είχαμε ζήσει καμία στιγμή σαν άνθρωποι από τότε που γνωριστήκαμε. Σκεφτόμουν πώς να ήταν ο μικρός τώρα που μεγάλωσε. Ότι ήταν εφτά χρονών τώρα, ότι θα πήγαινε Δευτέρα δημοτικού. Αν θα είχε αλλάξει κι αν θα μου έμοιαζε πιο πολύ. Με τρόμαζε το ότι μπορεί να μου έμοιαζε και στα ελαττώματα και στο χαρακτήρα. Κι ότι αν θα μου έμοιαζε, θα κατέληγε στο τέλος να μην έχει στον ήλιο μοίρα. Πέπλα απόγνωσης κάλυψαν το ταβάνι όπως το κοίταζα και αποκοιμήθηκα.
Της τηλεφώνησα αφού το σκέφτηκα καλά για μία ολόκληρη εβδομάδα. Και της είπα ότι αυτή την φορά έπρεπε να συναντηθούμε. Για μία μόνο φορά. Κι έγινε. Η Μαρία που είδα, δεν ήταν η Μαρία που ήξερα. Είχε βάλει κιλά, είχε φτιάξει η όψη της και φρόντιζε τον εαυτό της. Ο τρόπος που μιλούσε, η κίνησή της, το ντύσιμό της, δεν μαρτυρούσαν τίποτα από την παλιά Μαρία. Δούλευε στο κομμωτήριο της αδελφής της και ζούσε αξιοπρεπώς. «Τον Άκη δεν θα τον δεις ακόμα» μου είπε. «Ξέρει ότι είσαι στη Γερμανία με τον αδελφό σου. Έτσι του είπαμε, όμως κάποια στιγμή αν δεν τα κάνεις θάλασσα κι αυτή την φορά, θα σου επιτρέψω να τον δεις αφού τον προετοιμάσω. Δεν χρειάζεται καν να σου πω ότι εμείς δεν γίνεται να είμαστε μαζί αν δεν παρακολουθήσεις πρόγραμμα». Να παρακολουθήσω πρόγραμμα. Εγώ… Μάλιστα. Εγώ δεν έχω καταφέρει στην ζωή μου να κάνω τα πιο απλά, τώρα θα παρακολουθούσα και πρόγραμμα…. Όμως το σκέφτηκα. Τι άλλο θα έκανα. Δεν ήξερα. «Σκέψου το και πες μου. Εγώ ακόμα παρακολουθώ ομάδες εκεί που πηγαίνω κι ας έχω ολοκληρώσει το πρόγραμμα. Αλλά μείνε καθαρός. Τουλάχιστον προσπάθησε. Αφού στην φυλακή καθάρισες».
Την άκουσα έτσι από περιέργεια και πήγα για να δω τι γίνεται σ’ αυτή την Όασις. Δεν το περίμενα, αλλά είδα κι έναν παλιό γνωστό από τη χρήση κι έπαθα την πλάκα μου. Αυτός κι αν δεν περίμενα να αλλάξει γιατί ήταν χειρότερος κι από μένα όταν ήταν στην χρήση. «Όλοι μπορούν ρε Μιχάλη άμα θέλουν. Τι να την κάνεις τέτοια ζωή; Το περίμενες από την Μαρία ότι θα άλλαζε έτσι; Για πεθαμένους μας είχαν φίλε, και μας είχαν ξεγράψει όλοι. Εμείς τους αποδείξαμε ότι τελικά μπορούμε να τα καταφέρουμε! Ξύπνα και κάνε το! Μπορείς!» με χτύπησε στην πλάτη για κουράγιο, ύστερα γύρισε, με κοίταξε μία τελευταία φορά και με αγκάλιασε. «Αύριο ελπίζω να σε δω εδώ αφού έσπασες την παρθενιά και ήρθες» μου είπε και ανέβηκε τις σκάλες για τον πάνω όροφο που είχαν ομάδα.
Η συνάντησή μου με τον Φ. μου άλλαξε εντελώς την προοπτική και μου έδωσε κουράγιο. Μου άρεσε από παλιά αυτός ο τύπος γιατί διέκρινα κάτι καλό μέσα του και δεν ήταν τυχαίο που τον συνάντησα στην Όασις.
Σήμερα που τα διηγούμαι όλα αυτά είμαι καθαρός 4 χρόνια. Και συνεχίζω να παρακολουθώ ομάδες επειδή έχω κάτι να πάρω που θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Το παιδί το βλέπω συχνά, και το παίρνω τα Σαββατοκύριακα αλλά ξέρω ότι με την Μαρία το πιθανότερο να μην είμαστε ξανά μαζί. Και προς το παρόν δεν χρειάζεται να κάνω τέτοιες σκέψεις, αφού εξαρτάται από μένα να αποδείξω αν θα μπορώ να είμαι καλός πατέρας για τον γιο μου.
«Όταν καταφέρεις να αποδείξεις με πράξεις στον εαυτό σου ότι τον αγαπάς κι ότι πραγματικά ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν, τότε θα καταφέρεις να αγαπήσεις και τους άλλους και να κάνεις το καλύτερο και γι’ αυτούς» λέει η σύμβουλός μου. Και ξέρω ότι έχει δίκιο.
Μιχάλης