ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΖΗΣΩ…
Αυτό που με έσπρωξε στην Όασις ήταν ότι ήθελα να ζήσω. Είχα βαρεθεί να συναναστρέφομαι ανθρώπους που δεν νοιάζονταν για τίποτα πέρα από το πιώμα, είχα βαρεθεί να επιχειρώ να σβήσω την δίψα μου για ουσίες με υποκατάστατα, είχα βαρεθεί τους διαρκείς διαπληκτισμούς με την οικογένειά μου, και την απώλεια φίλων και ευκαιριών.
Αυτό που με πονούσε περισσότερο ήταν ότι ήθελα επιτέλους να μπορέσω να χαρώ το παιδί μου. Ήταν οκτώ χρονών, ένα χαρούμενο πλάσμα που δεν μπορούσα να του δώσω εκείνα που είχε ανάγκη κι εκείνα που του στερούσα και στερούσα κι από τον εαυτό μου. Είχα προνοήσει και διακόψει την χρήση όσο ήμουν έγκυος, όμως όχι και ο πατέρας του. Εκείνος, κατρακυλούσε όλο πιο βαθιά και μαζί του κύλησα κι εγώ μετά την γέννηση του παιδιού. Ευχαριστώ την μητέρα μου και την μητέρα του Γιώργου για όσα έκαναν για μας και για την προτροπή τους να έρθουμε στην Όασις.
Είχαμε δοκιμάσει πολλές φορές να κόψουμε χωρίς επιτυχία. Βρίσκαμε μεθαδόνη και υποκατάστατα, καταφέρναμε να κόψουμε για ένα διάστημα αλλά ύστερα ξαναρχίζαμε το πιώμα. Ένιωθα φριχτά όταν έπρεπε να κρυβόμαστε στο μπάνιο από το παιδί για να πιούμε και όταν το αναγκάζαμε να μας βλέπει στην κατάσταση που ήμασταν όποτε τύχαινε να ξεμείνουμε από ναρκωτικά.
Γνώρισα τα ναρκωτικά όταν γνώρισα τον Γιώργο που ήρθε να εργαστεί στην επιχείρηση του αδελφού μου. Τότε έπινε κόκα και ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πώς θα καταλήγαμε κι ότι τελικά κανένα ναρκωτικό δεν είναι διαφορετικό, ούτε ότι δεν αρκεί να κρύβεις καλά το μυστικό σου από φίλους και γνωστούς όταν η ζωή σου καταστρέφεται καθημερινά. Νομίζαμε ότι καταφέρνοντας να διατηρήσουμε μία καλή εικόνα προς τα έξω ήταν αρκετό για να συνεχίσουμε να ζούμε την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης που μπορεί να προσφέρει μία ουσία. Η κόκα όμως θέλει να έχεις γερή τσέπη κι εμείς δεν είχαμε. Στην αρχή ήταν μία χαρά να συγχρωτιζόμαστε με ανθρώπους που έπιναν κόκα και ζούσαν μία ζωή που μας φαινόταν παραμυθένια αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να το κάνουμε για πολύ. Κι έτσι το κενό που νιώθαμε και οι δυο μέσα μας, μας οδήγησε σε κάτι πιο φθηνό που όμως διαρκούσε πολύ περισσότερο. Την ηρωίνη.
Καταφέραμε να το κρατήσουμε κρυφό από την οικογένεια, όχι όμως από τους φίλους που γρήγορα αντιλήφθηκαν τι συμβαίνει γιατί μαζί τους μοιραζόμασταν πιο προσωπικές στιγμές. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε και στον αδελφό μου και στους γονείς μου, κι έτσι μπήκαν υποψίες σε όλους κι άρχισαν να μας παρατηρούν. Και να ρωτάνε. Για τα παράλογα χρηματικά ποσά που λέγαμε ότι πήγαν σε έξοδα του σπιτιού ή της επιχείρησης, για πράγματα που είπαμε ότι αγοράσαμε αλλά δεν αγοράσαμε, για την αδυναμία μας να ανταπεξέλθουμε στις υποχρεώσεις της δουλειάς και την πληρωμή λογαριασμών. Φυσικά ήταν και οι μπηχτές που πέταγε ο μικρός όταν ήταν μόνος του με την γιαγιά και τον παππού, όπως «η μαμά κι ο μπαμπάς κλείνονται συνέχεια στο μπάνιο και κάθονται εκεί» ή «η μαμά ξέχασε να με πάρει από το σχολείο» ή «ο μπαμπάς είναι συνέχεια ζαλισμένος κι όλο κοιμάται». Το ένα έφερε το άλλο και στο τέλος σιγουρεύτηκαν. Αρνιόμασταν να παραδεχτούμε ότι είχαμε πρόβλημα όσο κι αν το προσπάθησαν.
«Θέλω αλλά δεν μπορώ» έλεγε ο Γιώργος. Κι εγώ έλεγα το ίδιο, μέσα μου όμως υπήρχε ένα όνειρο, μία αδύναμη φωνή που μου έλεγε ότι πρέπει να κάνω κάτι αν όχι για μένα, για τον Βασίλη που μεγάλωνε. Όλο λέγαμε με τον Γιώργο ότι σήμερα θα ξεκινήσουμε να κάνουμε off, αύριο θα ξεκινήσουμε να κάνουμε off αλλά αυτή η στιγμή ποτέ δεν ερχόταν. Αντέχαμε για λίγο αλλά μόλις άρχιζαν τα στερητικά ο Γιώργος άρχιζε τα τηλέφωνα για να βρει κάποιον να μας δώσει κάτι και φτου ξανά απ’ την αρχή. Η ζωή μας ήταν ένα μαρτύριο. Ήμασταν και οι δυο ευκολόπιστοι, δεν κάναμε γι’ αυτό τον κόσμο της πιάτσας. Μας είχαν ξεγελάσει άπειρες φορές, μας είχαν πουλήσει σκόνες που αν τις πίναμε μπορεί και να μην ζούσαμε ακόμα, και δεν είχαν διστάσει και να εισβάλουν στο σπίτι μας για να μας κλέψουν. Ακόμα και μέσα στην μαστούρα μου καθόμουν και τα σκεφτόμουν κι αναρωτιόμουν πως μπορούσαμε να ανεχόμαστε να ζούμε έτσι.
Μία μέρα το ομολόγησα στην μητέρα μου. «Δεν αντέχω άλλο» της είπα. «Πρέπει να κάνουμε κάτι, ο Γιώργος φοβάται ότι δεν θα τα καταφέρει να βγει απ’ αυτό, έχουμε δοκιμάσει τόσες φορές να βγούμε». Της είπα ότι θέλω αλλά φοβάμαι ότι θα πρέπει να μπω κάπου και τι θα έκανα με τον μικρό.
«Όπως έχουν τα πράγματα» μου είπε, «και που είσαστε με τον μικρό, περισσότερο κακό του κάνετε παρά καλό. Εμείς, το ξέρεις ότι θα σταθούμε δίπλα σας σε αυτή την απόφαση και θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για τον μικρό. Φύγετε σήμερα αν μπορείτε, πάρτε μία βαλίτσα και πηγαίνετε, περιθώρια δεν έχετε, ακόμα και στη δουλειά τα έχετε κάνει σαλάτα, όλοι εσάς συζητάνε και το ξέρετε».
Ήρθαμε και το παλέψαμε. Είχαμε ανάγκη από κάποιον να μας καθοδηγήσει, να καταλάβουμε τι δεν κάνουμε καλά, κάποιον να μας δώσει κουράγιο και δύναμη. Τα άλλα παιδιά και οι σύμβουλοι στην Όασις, το κατάφεραν. Ο Γιώργος λίγο στην αρχή φαινόταν λιγόψυχος κι έκανε μία υποτροπή, όμως με την βοήθεια της συμβούλου μας κατάφερε και το μάζεψε. Δεν ήταν εύκολο, αυτό οφείλω να το ομολογήσω, αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο σε αυτή τη ζωή χωρίς να το προσπαθήσεις. Δεν το βάλαμε κάτω με την πρώτη δυσκολία και δεν υποκύψαμε στην παρόρμηση να το βάλουμε στα πόδια για να πιούμε ξανά.
Σήμερα, είμαστε και οι δύο έξι χρόνια καθαροί και η αλήθεια είναι ότι δεν μας λείπει καθόλου το πιώμα γιατί βρήκαμε την ζωή. Σήμερα το πιώμα μας είναι η κάθε στιγμή με τον γιο μας, οι σημαντικές στιγμές με την οικογένεια και τους φίλους, το νόημα μέσα σε κάθε υγιή δραστηριότητα και η προσπάθεια να γινόμαστε κάθε μέρα καλύτεροι άνθρωποι.
Γιάννα