ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟΓΙΟ ΣΟΥ ΝΑ ΣΒΗΝΕΙ…
Μόνο μία άλλη μάνα καταλαβαίνει τι βίωνα όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε οι πόνοι της γέννας, ούτε το μαρτύριο μιας αρρώστιας μπορεί να συγκριθεί με αυτό το βάσανο. Να βλέπεις τον μοναχογιό σου να σβήνει και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Να ζεις μαζί του, κι αυτός να κλείνεται μέσα στο δωμάτιο κι εσύ να μην ξέρεις αν θα βγει ζωντανός… Να στέκεις έξω από την πόρτα, διστάζοντας να μπεις μέσα γιατί θα σου βάλει τις φωνές κι άντε να το μαζέψεις μετά, και μέσα σου να λιώνεις. Κι εκείνοι οι φίλοι του…. Τα ασταμάτητα τηλέφωνα…. ¨Ελααααααα Σουλάρααα, είναι ο δικός μου εκεί;”
Άκου εκεί έλααααα Σουλάραααα… Λες κι ήμουν η κολλητή του, ή συνομήλική του… Κι ερχόντουσαν από δω κι έφευγαν όλοι μαζί για να γυρίσουν και να κλειστούν και πάλι στο δωμάτιο. Παναγιά μου τι έζησα…. Φράγκο δεν μου έμενε στην τσάντα. Όλα τα έψαχνε και τα έβρισκε όπου κι αν τα καταχώνιαζα. Δεν με ένοιαζε αυτό, αλλά μόνο που τον έβλεπα να πεθαίνει κάθε μέρα. Κι εγώ ανεχόμουνα. Επέτρεπα. Δεν μίλαγα. Δεν είχα το κουράγιο. Φοβόμουν ότι θα τον χάσω κι ότι δεν θα ματαγινόταν το κακό που θα του ‘κανα. Μόνη μου το βίωνα, χωρίς να μπορώ να μιλήσω σε κανέναν από ντροπή κι απόγνωση, και χωρίς να ακούγομαι όταν προσπαθούσα να του μιλήσω. Κόλαση, μία κόλαση χωρίς τέλος.
Καθόμουν τα βράδια στο κρεβάτι -που να με πάρει ο ύπνος- και τα σκεφτόμουνα. «Θεέ μου» έλεγα μέσα μου, «τι έχω κάμει και τα πληρώνω όλα αυτά»; Δεν ήξερα, δεν μπορούσα να καταλάβω ποια ήταν τα δικά μου τα λάθη. Ούτε ποια ήταν τα λάθη μου απέναντί του που τον είχα παραχαϊδεμένο και δεν του χάλαγα χατίρι. Θες μπουφάν; πάρε. Θες μηχανή; πάρε. Θα στερηθώ εγώ για να έχεις εσύ. Αυτό ήταν το λάθος μου, άργησα να το καταλάβω αλλά το κατάλαβα. Με το ζόρι στην αρχή, αφού αρνιόμουν τις συμβουλές των ειδικών στην Όασις που τον πήγα σηκωτό πριν λίγα χρόνια. Γιατί θα πέθαινε. Τρεις φορές μπήκε και βγήκε από το Νοσοκομείο από υπερβολική δόση. Έτσι ξύπνησα. Κι όταν το κατάλαβα εγώ, άρχισα μέσα μου να επαναστατώ λες κι ήμουν έφηβη, κι άρχισα να αλλάζω τροπάριο. «Να μην ξαναγυρίσεις σπίτι αν δεν γίνεις καλά. Αυτό το σπίτι έχει κανόνες» του είπα. Και τήρησα τον λόγο μου. Κι ένιωσα καλύτερα κι απέναντι σε μένα, κι απέναντί του, κι απέναντι στην μνήμη του μακαρίτη του πατέρα του.
Και τα κατάφερε! Με σπρώξιμο κι αφού εγώ κατάφερα να βάλω όρια σε μένα περιορίζοντας την δική μου μαλθακότητα, τα κατάφερε. Τέλος τα χατήρια. Υπεύθυνος για την μοίρα που ο ίδιος φτιάχνει για τον εαυτό του είναι. Ας πάρει τις ευθύνες του κι ας προχωρήσει, είπα. Πήγε στην Όασις, κι έμεινε. Αν ήθελε ας έκανε κι αλλιώς. Ούτε από την πόρτα του σπιτιού δεν θα τον άφηνα να περάσει αν δεν άλλαζε. Δεν είμαι πια η «έλα Σουλάρα». Είμαι η κυρία Σούλα και δεν ανέχομαι να βλέπω τον γιο μου να πεθαίνει. Για να ζήσει τον γέννησα. Ε, λοιπόν, σήμερα ζει και βασιλεύει. Μεγάλωσε την επιχείρηση, παντρεύτηκε και συμμαζεύτηκε. Σήμερα ζει γιατί τελείωσαν τα ψέματα που έλεγα εγώ η ίδια στον εαυτό μου.
Κ. Σούλα